* Του Γιώργου Γ. Αδαλή
Η κατάρρευση της Thomas Cook αδιαμφισβήτητα ήταν το θέμα που επισκίασε την υπόλοιπη ειδησεογραφία το τελευταίο διάστημα σε όλα τα ΜΜΕ του πλανήτη. Και όχι άδικα θα έλεγε κανείς, αφού τη στιγμή της πτώχευσης άφησε ξεκρέμαστους εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες, ενώ «κρέμασε» ακόμα περισσότερους από προαγορά πακέτων διακοπών. Χιλιάδες και οι εργαζόμενοι της εταιρείας που έμειναν άνεργοι, ενώ τεράστιος ήταν και ο αντίκτυπος στους χιλιάδες ξενοδόχους και επιχειρηματίες στον κλάδο του τουρισμού και των μεταφορών.
Ωστόσο, σήμερα θα ήθελα να ερευνήσουμε την πραγματική ιστορία της Thomas Cook, καθώς και τους πραγματικούς της ιδιοκτήτες.
Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι, αν και ζούμε στην ψηφιακή εποχή της οικονομίας, η Thomas cook είχε επιλέξει να λειτουργεί με... αναλογικό τρόπο αντί για ψηφιακό. Δαιδαλώδεις διαδρομές στη λειτουργία της και στελέχη που αψηφούσαν το παγκόσμιο επιχειρηματικό status quo λειτουργώντας λες και δραστηριοποιούνταν τη δεκαετία του 1980. Κάποιοι το απέδιδαν στην κακή νοοτροπία. Είναι έτσι, όμως, ή όλο αυτό ήταν μια αναγκαστική μανούβρα με σκοπό να αποφύγει τον σκόπελο της Ρυθμιστικής Αρχής της Ε.Ε. που καταπολεμά τα μονοπώλια στις αγορές;
Η ιστορία της Thomas Cook ξεκινά πριν από 178 ολόκληρα χρόνια. Το 1841 ένας βαπτιστής ιεροκήρυκας ήθελε να προσφέρει στους ανθρώπους της εργατικής τάξης μια μορφή ψυχαγωγίας με απώτερο σκοπό να τους τραβήξει από το ποτό που έβλεπε ως τη ρίζα των βικτωριανών κοινωνικών δεινών.
Το 1855, αφού πρωτοστάτησε σε ταξίδια γύρω από τα βρετανικά νησιά και στη Μεγάλη Έκθεση του Λονδίνου, ο Thomas Cook άρχισε να ρίχνει το βλέμμα του απέναντι από το Κανάλι και συγκεκριμένα στο Παρίσι όπου διεξαγόταν η Διεθνής Έκθεση.
Η εμπορική του περιοδεία εκεί, που συνδέθηκε με άλλους ευρωπαϊκούς προορισμούς, ήταν μια τεράστια επιτυχία.
Η εταιρεία άνθισε, μια και η μεσαία τάξη άρχισε να κάνει πλέον διακοπές.
Το 1892 ο Thomas Cook απεβίωσε και την εταιρεία ανέλαβε ο γιος του, John Mason Cook.
Η Thomas Cook συνέχισε να αποτελεί μια οικογενειακή επιχείρηση ακόμα και μέσα στον 20ό αιώνα, καθώς αργότερα οι εγγονές του Thomas Cook ανέλαβαν την διοίκηση της εταιρείας, έως το 1928 περίπου. Τη χρονιά αυτή, οι εγγονές του Cook, εντελώς απροσδόκητα, πωλούν την επιχείρηση του παππού τους σε κάποιον μη Βρετανό πολίτη, γεγονός που εξόργισε πολλούς την εποχή εκείνη. Η εταιρεία κατέληξε στον ιδιοκτήτη των Σιδηροδρομικών γραμμών Orient Express, ο οποίος ήταν Βέλγος.
Η επιχείρηση επεκτάθηκε σε πολλούς τομείς του τουρισμού και απέκτησε στρατηγικό χαρακτήρα μια και μετακινούσε εκατομμύρια κόσμου, στα σιδηροδρομικά, οδικά, θαλάσσια, αλλά και αεροπορικά δίκτυα. Ως βελγική ιδιωτική εταιρεία λειτούργησε ως το 1939. Κι αυτό, γιατί τότε η Βρετανική κυβέρνηση γνώριζε πόσο είχε διεισδύσει στα σιδηροδρομικά δίκτυα της Ευρώπης η Thomas Cook, καθώς και το ενδιαφέρον του Χίτλερ να την αρπάξει από τους Βέλγους, κι έτσι, με το που ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Βρετανική κυβέρνηση ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΕ την εταιρεία προκειμένου να την σώσει από τη Ναζιστική κατοχή.
Ακολούθως, στα μεταπολεμικά χρόνια υπήρξε έκρηξη των διακοπών στο Ηνωμένο Βασίλειο, γεγονός που γιγάντωσε οικονομικά την εταιρεία. Η Thomas Cook αποτελούσε πάντα το «χρυσόμαλλο δέρας» για πολλά κράτη και κυρίως για τη Γερμανία, που πάντα επιθυμούσε να την αποκτήσει. Σταδιακά, ως την δεκαετία του 1970, η Thomas Cook αποκρατικοποιήθηκε και πέρασε και πάλι σε χέρια ιδιωτών, με τη συντριπτική πλειοψηφία των ιδιοκτητών να είναι Άγγλοι πολίτες.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο ο Χίτλερ που ήθελε διακαώς να αποκτήσει την Thomas Cook. Ήταν και οι ίδιοι οι Γερμανοί επιχειρηματίες που είχαν δείξει τις προθέσεις τους καθ’ όλο το διάστημα της Μεταπολεμικής Γερμανίας, αλλά η διαιρεμένη τότε γερμανική οικονομία λειτουργούσε συνεχώς αποτρεπτικά στα σχέδιά τους. Μόνο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου επετεύχθη τελικά η απόκτηση της Thomas Cook, ως μια εντυπωσιακή όσο και στρατηγική «επιθετική» οικονομική ενέργεια της ενωμένης πλέον Γερμανίας. Αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής που αναπτύχθηκε ήταν, η τρίτη σε μέγεθος τότε γερμανική τράπεζα, η Westdeutsche Landesbank, να προβεί το 1992 στην επιθετική εξαγορά της Thomas Cook αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της.
Έτσι, ένα όνειρο δεκαετιών γίνεται πράξη για τους Γερμανούς και μάλιστα μόλις λίγα χρόνια μετά την επανένωσή τους. Χωρίς να χάσουν χρόνο φυσικά, το 1999 βάζουν την Thomas Cook για τα καλά στην αεροπορική βιομηχανία, αποκτώντας ιδιόκτητα αεροσκάφη για μεταφορά τουριστών.
Οι αλλαγές, όμως, στους κανονισμούς της Ε.Ε., καθώς και οι οδηγίες περί μονοπωλίων, έφεραν την Westdeutsche Bank σε αρκετά δύσκολη θέση και έτσι, λίγο πριν την επίσημη κυκλοφορία του Ευρώ, το 2000, αλλάζει ο ιδιοκτήτης της Thomas Cook. Φεύγει από τη μέση η γερμανική τράπεζα κι έρχεται μια ιδιωτική τουριστική επιχείρηση και εξαγοράζει την εταιρεία. Πρόκειται για την «C&N Touristic AG», η οποία ήταν και αυτή καθαρά γερμανική.
Μάλιστα, η «C&N Touristic» μετά την εξαγορά κατήργησε ακόμα και το δικό της brand name στα προϊόντα της, τοποθετώντας παντού το brand name της εταιρείας που εξαγόρασε, δηλαδή της Thomas Cook, με αποτέλεσμα να μη φαίνεται ΠΟΥΘΕΝΑ το όνομα του πραγματικού Γερμανού ιδιοκτήτη της Thomas Cook.
Αυτό το «περίεργο» σχήμα λειτούργησε ως και το 2007, όταν η Thomas Cook συγχωνεύθηκε με την «MyTravel Group plc». Για μια ακόμη φορά, μια μεγάλη εταιρεία, όπως η My Travel, μένει έξω από την Επωνυμία του νέου σχήματος, το οποίο από τότε ονομάζεται «Thomas Cook Group».
Κι ενώ έχει ήδη αρχίσει η ψηφιακή επανάσταση στον τομέα των διακοπών και των online κρατήσεων, η εταιρία δείχνει μια απίστευτη δυσκολία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της ψηφιακής οικονομίας. Στο μόνο που είχε καταφέρει να προσαρμοστεί ήταν οι... αμοιβές των golden boys της.
Παρά ταύτα, η Thomas Cook είχε πάντα έδρα το Λονδίνο και αναφέρεται πάντα ως... Αγγλική Εταιρεία. Ενώ το γεγονός ότι κάθε χρόνο μετέφερε πάνω από 19 εκατομμύρια ανθρώπους από και προς το Ηνωμένο Βασίλειο για διακοπές, ίσως να αποτελούσε και το... κλειδί του γερμανικού αυτού αιώνιου πόθου να την αποκτήσει. Υπενθυμίζουμε ότι ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της Thomas Cook ήταν η Γερμανική TUI, η οποία δεν είχε τόσο μεγάλα μερίδια στην αγγλική αγορά τουρισμού. Αλλά... για μια στιγμή! Αφού η TUI ήταν γερμανική και η Thomas Cook ανήκε τουλάχιστον από το 1992 σε Γερμανούς, για ποιον αγγλο-γερμανικό ανταγωνισμό μιλάμε όλα αυτά τα χρόνια; Αφού και οι δυο ανήκαν σε... Γερμανούς επιχειρηματίες!
Ας δούμε όμως και τη συνέχεια, η οποία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον:
Τον Φεβρουάριο του 2007 ανακοινώθηκε, λοιπόν, επίσημα η συγχώνευση της Thomas Cook με την MyTravel Group plc. Διαβάζοντας τους όρους της συγχώνευσης προκύπτει ότι το 52% του νέου σχήματος ανήκει στην Karstadt Quelle, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε ARCANDOR. Και το 48% στους μετόχους της MyTravel. Και έτσι, τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, η εταιρεία εισήχθη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου ως Thomas Cook Group plc.
Η Karstadt Quelle προήλθε το 1999 μετά από τη συγχώνευση συγκεκριμένα της Karstadt Warenhaus με την Quelle AG και το 2007 μετονομάστηκε σε Arcandor. Ωστόσο, το 2009, ξέσπασε ένα τεράστιο σκάνδαλο και ξεκίνησαν έρευνες για ενδεχόμενη παραβίαση αξιόποινων πράξεων από τον τότε διευθυντή της Arcandor, Thomas Middelhoff. Η εταιρεία υπέβαλε αίτηση υπαγωγής στον πτωχευτικό κώδικα στα Γερμανικά δικαστήρια με αποτέλεσμα η γερμανική κυβέρνηση στις 30 Ιουνίου να παράσχει δάνειο ύψους 71 εκατ. Ευρώ. Η συμμετοχή της εταιρείας στον όμιλο Thomas Cook πωλήθηκε από τις τράπεζες που είχαν δανείσει την Arcandor τον Σεπτέμβριο του 2009 και από τότε προσπαθούσαν να βρουν κάποιον αγοραστή.
Υποτίθεται, σύμφωνα με τα ελληνικά ΜΜΕ, ότι η λύση βρέθηκε στο πρόσωπο ενός «Αμερικανού επιχειρηματία», ο οποίος έσωσε την κατάσταση. Είναι αυτός ο επιχειρηματίας για τον οποίο λένε ότι πρόκειται για «αμερικανική» βοήθεια. Όμως ουδείς αναφέρει το όνομά του. Αποκαλύπτουμε, λοιπόν, σήμερα, ότι πρόκειται για τον δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία και φιλάνθρωπο Nicolas Berggruen, ο οποίος το 2010 αγόρασε την ARCANDOR. Μόνο που... δεν πρόκειται για Αμερικανό, αλλά για Γερμανό πολίτη που απλά σπούδασε στην Αμερική και είναι ο γιος του Heinz Berggruen, γνωστού συλλέκτη από την Γερμανία.
Ακολούθως, τον Ιούλιο του 2010 ένας Γερμανός ευρωβουλευτής πουλά την εταιρεία του στην Thomas Cook. Μόνο που ο «Γερμανός» αυτός πολιτικός και επιχειρηματίας λεγόταν Vural Öger. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν Τούρκο, ο οποίος τοποθέτησε στο ΔΣ της εταιρείας το δεξί του χέρι, τον Εμρέ Μπερκίν.
Μάλιστα, την περίοδο αυτή, υπήρξε έντονη αρθρογραφία ότι η Thomas Cook λειτουργεί με τρόπο που ευνοεί τουριστικά χώρες, όπως η Τουρκία.
Καταλήγοντας στο σημερινό άρθρο-έρευνα, συμπεραίνουμε ότι η Thomas Cook δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα Γερμανικό Προκεχωρημένο Φυλάκιο, στην καρδιά της Βρετανικής Οικονομίας. Με κλασσικές διασυνδέσεις με παραδοσιακά συμμαχικές χώρες, όπως η Τουρκία, το οποίο επί χρόνια γλίτωνε τη χρεοκοπία λόγω του ότι βοηθούσαν πάντα την τελευταία στιγμή οι βρετανικές τράπεζες. Φαίνεται, όμως, ότι ενόψει Brexit, οι Βρετανοί έκλεισαν την κάνουλα, με αποτέλεσμα ο κολοσσός αυτός να καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος.
Κι έτσι, απλά, η αγορά έδωσε το μήνυμα, ότι αν υπάρξει κάποιος που θα υποστεί στρατηγική ήττα από το Brexit, αυτός θα είναι η Γερμανία και όχι η Αγγλία…